«Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο». Με αυτά τα λόγια η Σοφία Βέμπο, το θρυλικό σύμβολο του ελληνικού τραγουδιού, καταφεύγοντας στις μνήμες του πολέμου, υπογράμμισε την ανεκτίμητη αξία της τέχνης της. Η Βέμπο, γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, υπήρξε η φωνή που ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο, δίνοντάς τους κουράγιο στα δύσκολα.
Η πορεία της έλαβε σχήμα μέσα από δυσκολίες και ανατροπές. Εγκατεστημένη στον Βόλο και αναζητώντας την τύχη της στην καλλιτεχνική σκηνή, η Βέμπο ξεκίνησε ως ταμίας σε ζαχαροπλαστείο. Ένα βράδυ, σε μια θεατρική παράσταση, η φωνή της αποθεώθηκε και εν συνεχεία η ζωή της άλλαξε ριζικά. Υπογράφει το «Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο αυγερινός» και τη δεκαετία του ’30 ερμηνεύει δημοτικά και ελαφρολαϊκά τραγούδια, αποκτώντας μέσα από τα έργα της μια αναγνωσιμότητα που θα την ακολουθεί παντού.
Η διάσημη φράση «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της σχέσης της με τον ελληνικό λαό και την ιστορία της χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το τραγούδι αυτό, μαζί με άλλες επιτυχίες της, κατέστησαν τη Σοφία Βέμπο φωνή ενότητας και αντίστασης, ειδικά σε δύσκολες στιγμές.
Η διαδρομή της δεν ήταν πάντοτε ανώδυνη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βρέθηκε σε κίνδυνο και απειλή. Κάποιο βράδυ, άγνωστοι την χτύπησαν και την απείλησαν, όμως η αφοσίωσή της στο έργο της και η τόλμη που τη χαρακτήριζε την κράτησαν δυνατή. Αποφασισμένη να συνδράμει τον ελληνικό λαό, έτυχε να δημιουργήσει με τον Μίμη Τραϊφόρο, μεγαλύτερο έρωτα και συνεργάτη της, μία ομάδα για ψυχαγωγία στρατευμένων.
Μετά την απελευθέρωση, η Βέμπο επέστρεψε στην Ελλάδα και συναντήθηκε ξανά με το κοινό της, φέρνοντας ζωντανά τη μνήμη του αγώνα. Αργότερα, η καριέρα της συνεχίστηκε με μεγάλες επιτυχίες στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ενώ η φωνή της γέμισε τις αίθουσες.
Η ζωή της, ωστόσο, γνώρισε και τις σκοτεινές του πλευρές. Η Βέμπο, γεμάτη πάθη, υπήρξε ζηλιάρα, βιώνοντας τις εντάσεις της σχέσης της με τον Τραϊφόρο και τις προσωπικές της μάχες. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετώπισε, παρέμεινε ενεργή στον καλλιτεχνικό χώρο μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978, και η κηδεία της μετατράπηκε σε μια μαζική εκδήλωση αποδοχής και μνήμης ενός ολόκληρου λαού. Φιγούρα εμβληματική, η Βέμπο θα μείνει στην ιστορία ως ένας άνθρωπος που συνδύασε την τέχνη με την προσφορά στην πατρίδα και τις δύσκολες στιγμές του ελληνικού εθνικού αγώνα.
Πηγή: tanea.gr